ἔγγυος

ἔγγυος
ἔγγυος, ον, (ἐγγύη, cf. ἀμφίγυος)
A secured, under good security,

μνᾶς . . ἐγγύους ἐπὶτόκῳδεδανεις μένας Lys.32.15

(but v. ἔγγαιος 11).
2 reliable, in [comp] Comp.,

ὅπλα -ώτερα Them.Or.15.197c

(nisi leg. ἐχεγγ-).
II Subst., = ἐγγυητής, ἔγγυον παρέχειν Thgn.286, cf. X.Vect.4.20, Arist.Oec.1350a19, SIG364.41 ([place name] Ephesus), 976.13 ([place name] Samos), PEleph. 8.19, Ep.Hebr.7.22, etc.; ἔ. τῆς προξενίας giving security for . . , IG9(2).4 ([place name] Hypata), etc.: fem. in Aeschin.Ep.11.12, BGU1051.10 (i B.C./ i A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • έγγυος — ἔγγυος, ον (Α) 1. εγγυημένος, εξασφαλισμένος 2. ασφαλής 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔγγυος ο εγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Το έγγυος ως επίθ. «εγγυημένος» προήλθε ίσως κατ απόσπαση από μεταγενέστερα σύνθετα, εκτός αν θεωρηθεί και αυτό (όπως και το ουσ. έγγυος… …   Dictionary of Greek

  • ἔγγυος — secured masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔγγυον — ἔγγυος secured masc/fem acc sg ἔγγυος secured neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγυώτερα — ἔγγυος secured neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγύου — ἔγγυος secured masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγύους — ἔγγυος secured masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγύων — ἔγγυος secured masc/fem/neut gen pl ἐγγυάω give imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐγγυάω give imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔγγυα — ἔγγυος secured neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσέγγυος — ο (Α μεσέγγυος) ο μεσεγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(ο) * + εγγυος (< ἐγγύη), πρβλ. εχ έγγυος, φερ έγγυος] …   Dictionary of Greek

  • εγγύη — ἐγγύη, η (AM) ό,τι δίνεται ως ενέχυρο, εγγύηση ή ασφάλεια αρχ. 1. συνεκδ. αυτό που καταβάλλεται ως εγγύηση 2. μνηστεία στην Αθήνα κατά την οποία ο πατέρας τής νύφης τήν έδινε στον γαμπρό μπροστά σε μάρτυρες 3. (κατά τον Ησύχιο) «σημεῑον ἐν… …   Dictionary of Greek

  • μετέγγυος — μετέγγυος, ὁ (Α) μεσεγγυητής, μεσίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. <μετ(α) * + ἔγγυος (πρβλ. φερ έγγυος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”